équipagem - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

équipagem - translation to ρωσικά

GRUPO DE PESSOAS QUE PARTICIPAM DE UMA ACTIVIDADE COMUM
Tripulante; Equipagem; Tripulações

equipagem         
команда
tripulação         
(летный) экипаж (самолета); летный персонал
equipagem         
{f}
(воен.) команда, экипаж

Ορισμός

Equipagem
f.
Conjunto de pessoal, empregado na manobra e serviço de um navio.
Aprestos.
Bagagem.
Comitiva.
Trem de exército.
(De equipar)

Βικιπαίδεια

Tripulação

Tripulação ou equipagem é a equipe que realiza a manutenção das atividades primordiais ao bom funcionamento de meios de transporte, sejam estes aéreos, aquáticos ou terrestres.

Geralmente uma tripulação é organizada de forma hierárquica, tendo como chefe um capitão ou comandante.